- μπάτσα
- η1. χτύπημα με ανοιχτή παλάμη στο μάγουλο, χαστούκι2. μτφ. α) ηθική προσβολή («τα λόγια του ήταν για μένα μια γερή μπάτσα»)β) ψυχικό πλήγμα, δυστύχημα, συμφορά.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μπάτσος με αλλαγή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.