μπάτσα

μπάτσα
η
1. χτύπημα με ανοιχτή παλάμη στο μάγουλο, χαστούκι
2. μτφ. α) ηθική προσβολή («τα λόγια του ήταν για μένα μια γερή μπάτσα»)
β) ψυχικό πλήγμα, δυστύχημα, συμφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μπάτσος με αλλαγή γένους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μπάτσα — η μπάτσος, χαστούκι, σκαμπίλι: Με ειρωνεύτηκε και του έδωσα μια μπάτσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπάτσος — μπάτσος, ο και μπάτσο, το η μπάτσα, το χαστούκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”